- κατουρλής
- ὁβλ. κατρουλής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατουρλής — ο θηλ. κατουρλού και κατρουλής, ο θηλ. κατρουλού 1. αυτός που κατουριέται συχνά ή απάνω του: Δεν τον θέλω το γέρο κατουρλή. 2. δειλός: Αυτόν τον κατουρλή φοβάσαι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατρούλης — και κατρουλής και κατουρλής, ο, θηλ. κατουρλού και κατρουλού [κατρουλιό] 1. αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων, αυτός που κατουριέται πάνω του 2. αυτός που κατουρά συχνά 3. δειλός, φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
κατουρλιάρης — ο θηλ. κατουρλιάρα και κατρουλιάρης, ο θηλ. κατρουλιάρα αυτός που κατουριέται συχνά ή απάνω του, κατουρλής: Οι πολύ μικροί και οι πολύ μεγάλοι στην ηλικία είναι κατουρλιάρηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)